- ἀνθερίκῳ
- ἀνθέρικοςflowering stem of asphodelmasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀνθερίκωι — ἀνθερίκῳ , ἀνθέρικος flowering stem of asphodel masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κήτειος — α, ο (Α κήτειος, εία, ον) [κήτος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κήτος ή που προέρχεται από κήτος («κήτεαι γένυες», Νόνν.) νεοελλ. φρ. «κήτειον σπέρμα» κητόσπερμα* αρχ. 1. πολύ μεγάλος, πελώριος, τερατώδης 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ κητεία α) το… … Dictionary of Greek